Είχε αρχίσει να συνηθίζει τους ιλιγγιώδης ρυθμούς της πόλης. Τώρα ήταν ώρα να αρχίσει να παρατηρεί τον κόσμο, με τον τρόπο της. Έψαχνε στο πλήθος για εκείνα τα βαθιά, αλλά στιγμιαία βλέμματα, ίσια στα μάτια, που σε κάνουν να νομίζεις ότι ο άλλος φωνάζει μέσα στο κεφάλι σου «είμαι και εγώ εδώ, είμαι και εγώ σαν εσένα». Αλλά οι άνθρωποι δεν κοιτάνε πλέον στα μάτια. Ίσως φοβούνται το μαύρο της μάτι ή ίσως πάλι το κυνήγι των ερινυών κατά τη διάρκεια της νύχτας τους κουράζει πολύ.
***
Κάτι είχε αλλάξει στον τρόπο που έβλεπε τα πράγματα. Το μαύρο της μάτι, της είχε ανοίξει νέους ορίζοντες, για μια άλλη διάσταση θα νόμιζε κανείς. Η (εν)όραση της βελτιώθηκε. Στην ουσία απλά έμαθε με τον καιρό να βλέπει, εκεί που οι άλλοι απλά κοίταζαν. Μπορούσε να δει την πραγματικότητα των ανθρώπων. Εξωτερικευμένες μορφές ψυχών. Πληγές και τραύματα που περίτεχνα κρύβονταν.
***
Ήταν Δεκέμβριος και η βροχή έκανε τα κόκαλα των ανθρώπων να σαπίζουν. Όλοι περπατούσαν. Σκυμμένα κεφάλια και κουρασμένα βήματα. Όλοι κάπου πηγαίνουν. Κανείς όμως ποτέ δεν καταλήγει πουθενά. Το περπάτημα ποτέ δεν σταματάει.
***
Αν και έβρεχε αυτή έβλεπε καλύτερα από τον καθένα. Καθώς περπατούσε παρατηρούσε τα πάντα γύρω της. Ήξερε ότι και ο δρόμος της δεν καταλήγει πουθενά, οπότε προσπαθούσε να μάθει τι υπήρχε πάνω σε αυτόν για να αξίζει να τον περπατήσει ξανά και ξανά.
***
Στο πεζοδρόμιο, δίπλα σε έναν κάδο ανακύκλωσης ένα αγόρι προσπαθούσε να βρει καταφύγιο. Είχε ακουμπήσει ευλαβικά σχεδόν δίπλα του μια σύριγγα, είχε κλείσει τα μάτια και περίμενε να σταματήσει να τρέμει. Τα χέρια του είχαν παντού σημάδια από τρυπήματα και στο σημείο της καρδίας του μια μεγάλη μαύρη τρύπα. Όσοι διαβάτες τύχαινε να το προσέξουν έστρεφαν το βλέμμα τους αλλού και σχεδόν τραυλίζοντας το αποκαλούσαν ''πρεζάκι'' και ''απόβρασμα της κοινωνίας''.
***
Και αυτή συνέχιζε να περπατάει ελπίζοντας ότι παρακάτω τα πράγματα ίσως γίνουν καλύτερα. «Ο δρόμος δεν θα είναι πάντα ανώμαλος» σκεφτόταν.
***
Παρακάτω μια μητέρα, είχε πάρει τα παιδιά της, είχε κάτσει στην είσοδο μια παλιάς πολυκατοικίας και προσπαθούσε να τα κοιμίσει. Και αυτά έκλαιγαν. Μπροστά της, μια ταμπέλα που εξηγούσε τους λόγους που την ώθησαν εκεί και πάνω της δύο μαύρες τρύπες, μια στο κεφάλι και μια στη καρδιά. Μα κανείς περαστικός δεν την πίστευε. Ψίθυροι τύπου «ψεύτρα, εκμεταλεύτρια ανηλίκων» δεξιά και αριστερά ως τη στιγμή που ο διαχειριστής οργισμένος την έδιωξε, γιατί χαλούσε την αισθητική του νεοκλασικού κτίσματος.
***
Κάμερες παντού γύρω της, αλλά από πουθενά δεν πεταγόταν εκείνος ο παρουσιαστής με το χτενισμένο μαλλί και το make-up να της πει ότι όλα αυτά ήταν απλά ένα κακογραμμένο σενάριο από κάποιον λούμπεν συγγραφέα που ήθελε απλά να κεντρίσει το ενδιαφέρον των κοινών καπιταλιστικών καναλιών, με σκοπό λίγη προβολή.
***
Δεν ήξερε πως να διαχειριστεί την όλη παρανοϊκή κατάσταση. Ή μάλλον ήξερε!
***
Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, μα όχι όμορφη. Ο κόσμος συνέχιζε το περπάτημα και με ήλιο. Αυτή σηκώθηκε και πήγε στη σχολή. Παρακολούθησε το μάθημα που ήθελε. Όταν τελείωσε πήγε και ξάπλωσε σε ένα παγκάκι μέσα στο χώρο της σχολής. Οι συμφοιτητές της περνούσαν με χαμηλωμένο βλέμμα, αφήνοντας ένα ξεψυχισμένο «καλημέρα» να πέσει ακόμα πιο χαμηλά απ' τη ψυχολογία τους. Κανείς δεν ήξερε. Και αυτή τους κοιτούσε με συμπονετικό βλέμμα και προσπαθούμε να μην γελάσει.
***
Δυο μέρες αργότερα, σε μια μικρή στήλη μιας Αθηναϊκής εφημερίδας γράφεται: Φοιτήτρια βρέθηκε νεκρή μέσα στο διαμέρισμά της, τα αίτια προφανή. Η φοιτήτρια βρέθηκε στη μπανιέρα του διαμερίσματος χωρίς ίχνος αίματος στις φλέβες της. Αποφάσισε να βάλει τέλος στη σύντομη ζωή της κόβοντας τις φλέβες της. Βρέθηκε να επιπλέει μέσα στο ίδιο της το αίμα. Και δίπλα της βρέθηκε ένα σημείωμα του το οποίου το περιεχόμενο παρατίθεται παρακάτω:
Σε ένα σύμπαν που συνεχώς διαστέλλεται και συστέλλεται, όπως οι κόρες των ανθρώπων, οι άνθρωποι συνεχώς περπατάνε. Οι κοινωνικές ασάφειες περπατάνε δίπλα μας και εμείς τις κοιτάζουμε και τους πιάνουμε το χέρι. Και ολοένα και περισσότερες σκιές ουρλιάζουν στους βωμούς του πόνου.
Υπογραφή
Ελπίδα
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου